Σάββατο 7 Απριλίου 2018

Στο σπίλι







Κομίζοντας τον άνεμο
στο σχίσμα του βουνού
ψάχνοντας για απάνεμο
τον ήρεμο τον νου.









Λυκόφως ήτανε θαρρώ, σε μακρυνό λιβάδι
κι ο ήλιος έριχνε απαλά το φωτεινό του χάδι
Εμπρός απλώνονταν σπηλιά και αχανές σκοτάδι
μα εγώ κι ο ίσκιος μου μαζί πορίσαμε ομάδι

Ψηλά υψώνονταν σπηλιά και άλλο τόσο πλάτος
και κάτι με έσπρωχνε να μπω καλώντας με ο πάτος
εκεί που μπλέκει ο νους με το βαθύ σκοτάδι
και ο νους μπορεί να δει μπροστά του και τον Άδη

Η πύλη μία δρασκελιά μα το ταξίδι μέγα
άφηνα πίσω μου το φως, το σπίλι πως με μέθα
Παρόλο που 'τανε ζωή η πλάση που ήταν έξω
μέγα δώρο περίμενε εις στης σπηλιάς το μέσο.

Κι ήρθε αέρας καθαρός, και υγρασία μεγάλη
και όλα τα κρασιά της γης μου φέρανε μια ζάλη.
Και ήταν έξοχα μεθυστική και με περίσσια κάλλη
μου άνοιξε τα χέρια της και τη γλυκιά αγκάλη

Γύρω τα βράχια ζωντανά να με γλυκοκοιτάνε
να έχουνε βρύα και φυτά πάνω τους να κυλάνε
να φτιάχνουν σχέδια τρελά, έρωτα να ζητάνε
και τις πικρές τις σκέψεις μου γρήγορα να χαλάνε

Υγρό γύρο λαμπύριζε κι άπλωνε σαν ασήμι
και ένα φεγγαρόλουσμα μου έφερε στη μνήμη
λες κι είχε απλωθεί στα βράχια μία λίμνη
κι ήρθε και έδωσε ζωή σε όλα το βλαστήμι

Κάτω σαν δρόμος αρχαϊκός πλακόστρωτο στρωμένο
έδειχνε δρόμο μαγικό σαν να 'ταν πεπρωμένο
να ακολουθώ το μάρμαρο που ήταν υγραμένο
για να ευρώ στο κέντρο του αυτό που 'ταν χαμένο

Προχώρησα θαρρώ πολύ σ' αυτό το μονοπάτι
και έφτασα σε ξέφωτο που έμοιαζε μ' απάτη
γιατί ήταν τόσο όμορφο που γέλαγε το μάτι
και νόμιζες ζωγραφιστό πως τό 'χε η Εκάτη

Κύκλος τρανός στο μέσον του εκτείνονταν σε πλάτος
λογής λογής λουλουδικά, στην άκρη ένας βάτος
και φως από την κορυφή το έλουζε φλογάτος
όνειρο μοιάζοντας το παν και μυρωδιές γεμάτος

Χίλια πουλιά πετούσανε 'πο κάτω ως το χείλος
σχέδια φτιάχναν στο κενό, τι περιττός ο ζήλος!
Ποτάμια φτιάχναν με ροή, ολόκληρος ο Νήλος
κι άλλα κυκλογύριζαν ίδιος αρχαίος μύλος

Λες θα μπορούσα κάλλιστα εδώ αν ξεψυχήσω
στον άλλο κόσμο τον γνωστό δεν θέλω να γυρίσω
όλο το είναι και την ζήση μου εδώ να την αφήσω
μάρμαρο θέλω να γινώ και να μην συνεχίσω

Όμως ήταν σαν να με κάλεσε ξανά το μονοπάτι
να συνεχίσω να διαβώ, να βρω αυτό το κάτι
λιγοψυχιά φοβόμενος κάλπασα σαν το άτι
λες και με μαστίγωσε το χέρι από τον Άτη

Τείχος δεινό συνέχιζε γυαλιστερό και εκείνο
ένθεν και ένθεν έστεκε προστάζοντας να μείνω
ανάμεσα στα όρια που είχα απ' τον Πλωτίνο
και με γητειές με έκανε στο τέλος του να τείνω.

Δεν είχα φόβο μέσα μου σ' αυτό το μέγα δρόμο
λες και το χέρι του Πανός είχα απά στον ώμο
αυτοστιγμή καθάριζε κάθε δικό μου τρόμο
για να με φτάσει οριστικώς στον τελικό το δόμο

Σαν έφτασα κοντά στο λαχταράει η καρδιά μου
χίλια φωτάκια φαίνονταν να παίζουνε κοντά μου
πυγολαμπίδες μύριες φωτίζανε το όλον του θαλάμου
και γυάλισαν λες κι είχανε ουσία του μαλάμου

Άλλα ετρέχανε μπροστά κι άλλα σταματημένα
και ζωγραφίζανε κι αυτά της τύχης τα γραμμένα
ήθελαν λες να γράψουνε τι θα συμβεί σε μένα
της τύχης και της Λάχεσης όλα τα εσφαλισμένα.

Δοκίμασα τότε να μπω στη σάλα την μεγάλη
και δεν εξέλειπαν και εκεί τα πλουμιστά τα κάλη
χρυσός ο δόμος κι αργυρός που μού 'ρθε παραζάλη
να μείνω ορθός κατόρθωσα μα με μεγάλη πάλη.






Βλέπω τότες την αίθουσα, ω θησαυρός μεγάλος
περίτεχνη ολόγυρα και με περίσσιο κάλλος
Βωμός στο κέντρο φάνηκε και δεν ήτανε άλλος
από αυτόν που εμετέφερε απ' το Δικταίο ο Τάλος

Μάρμαρο ήταν και χρυσός και σκαλιστός στο πλάι
τον κάλυπτε ένα ύφασμα που 'μοιαζε να φωτάει
και μια ακτίνα του φωτός επάνω να χτυπάει
και κάθε μου αναστολή επάνω εκεί εκάει.

Δεν ξέρω τι ακολούθησε, δεν είδα, δεν θυμάμαι
μα ήταν σαν να πέρασαν δυο χρόνια να κοιμάμαι
Δεν έχω τίποτε να πω καθώς δεν τα θυμάμαι
Μον' τη φωνή που άκουσα, κι εκείνη είπε “πάμε”.
Τότε ξεκίνησα κι εγώ το δρόμο μου για πίσω
στου λιβαδιού τη θαλπωρή αμέσως να γυρίσω
κι ότι κι αν ήτανε αυτό χωρίς να το ρωτήσω
στου νου μου τα κατάβαθα, εκεί να το αφήσω

Βγαίνοντας κάποτες απ' της σπηλιάς την πύλη
ένα παράπονο απόμεινε τρεμάμενο στο χείλι
τι δώρο πήρα εγώ αυτό εδώ το δείλι
πνεύμα κρυμμένο μυστικά, βαθιά μέσα στην ύλη.






Απέναντι ο πύρινος ηλιάτορας με βλέπει
πάνω από την θάλασσα στο βάθος όπως “πρέπει”
και κάπου εκεί απόμεινα με του ουρανού τη σκέπη
να σκέφτομαι λογίζοντας του βίου μου τα έπη.

2 σχόλια:

  1. Ετσά που γράφεις φίλε μου
    Εμάγεψες και μένα
    όσα έχω για να πω
    να τα γράψω με την πένα
    Διατί μες στου σπιλιού
    τη μαυριά δεν είσουνα μονάχος
    ας όψεται κείνο το νερό
    που ειπιαμε πριν βγούμε
    και της γέννας τις θύμισες ξεχάσαμε
    πριν το φως να δούμε........


    Ωραίο το ποίημα φίλε μου
    Μπράβο και καλή συνέχεια ...,

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  2. Ανε μου δώσει ο άνεμος
    φωνή να το φωνάξω
    κι ανε μου ψιθιρίσουνε
    αλήθεια να φωνάξω
    θα τσι επώ μελούμενα
    μα και τα περασμένα
    οπου στου κύκλου τα γυρίσματα
    πιαστήκαν μπερδεμένα.

    ΑπάντησηΔιαγραφή