Τρίτη 22 Μαΐου 2018

Λίγα λόγια για την Ελληνική γλώσσα

H Αγγλική γλώσσα έχει 490.000 λέξεις από τις οποίες 41.615 λέξεις. είναι
από την Ελληνική γλώσσα.. (βιβλίο Γκίνες)

Η Ελληνική με την μαθηματική δομή της είναι η γλώσσα της πληροφορικής
και της νέας γενιάς των εξελιγμένων υπολογιστών, διότι μόνο σ' αυτήν δεν
υπάρχουν όρια.
(Μπιλ Γκέιτς, Microsoft)

Η Ελληνική και η Κινέζικη. είναι οι μόνες γλώσσες με συνεχή ζώσα
παρουσία από τους ίδιους λαούς και.....στον ίδιο χώρο εδώ και 4.000 έτη.
Όλες οι γλώσσες θεωρούνταικρυφοελληνικές, με πλούσια δάνεια από τη
μητέρα των γλωσσών, την Ελληνική.
(Francisco Adrados, γλωσσολόγος).


Η Ελληνική γλώσσα έχει λέξεις για έννοιες οι οποίες παραμένουν χωρίς 
απόδοση στις υπόλοιπες γλώσσες, όπως άμιλλα, θαλπωρή και φιλότιμο. Μόνον η
Ελληνική γλώσσα ξεχωρίζει τη ζωή από το βίο, την αγάπη από τον
έρωτα. Μόνον αυτή διαχωρίζει, διατηρώντας το ίδιο ριζικό θέμα, το ατύχημα
από το δυστύχημα, το συμφέρον από το ενδιαφέρον.

Το εκπληκτικό είναι ότι η ίδια η Ελληνική γλώσσα μας διδάσκει συνεχώς
πώς να γράφουμε σωστά. Μέσω της ετυμολογίας, μπορούμε να καταλάβουμε
ποιος είναι ο σωστός τρόπος γραφής ακόμα και λέξεων που ποτέ δεν έχουμε
δει ή γράψει.

Το «πειρούνι» για παράδειγμα, για κάποιον που έχει βασικές γνώσεις
Αρχαίων Ελληνικών, είναι προφανές ότι γράφεται με «ει» και όχι με «ι»
όπως πολύ άστοχα το γράφουμε σήμερα. Ο λόγος είναι πολύ απλός, το
«πειρούνι» προέρχεται από το ρήμα «πείρω» που σημαίνει τρυπώ-διαπερνώ,
ακριβώς επειδή τρυπάμε με αυτό το φαγητό για να το πιάσουμε.

Επίσης η λέξη «συγκεκριμένος» φυσικά και δεν μπορεί να γραφτεί
«συγκεκρυμμένος», καθώς προέρχεται από το «κριμένος» (αυτός που έχει
δηλαδή κριθεί) και όχι βέβαια από το «κρυμμένος» (αυτός που έχει
κρυφτεί). Άρα το να υπάρχουν πολλά γράμματα για τον ίδιο ήχο (π.χ. η, ι,
υ, ει, οι κτλ) όχι μόνο δεν θα έπρεπε να μας δυσκολεύει, αλλά αντιθέτως
να μας βοηθάει στο να γράφουμε πιο σωστά, εφόσον βέβαια έχουμε μια
βασική κατανόηση της γλώσσας μας.

Επιπλέον η ορθογραφία με την σειρά της μας βοηθάει αντίστροφα στην
ετυμολογία αλλά και στην ανίχνευση της ιστορική πορείας της κάθε μίας
λέξης. Και αυτό που μπορεί να μας βοηθήσει να κατανοήσουμε την
καθημερινή μας νεοελληνική γλώσσα περισσότερο από οτιδήποτε άλλο, είναι
η γνώση των Αρχαίων Ελληνικών.

Είναι πραγματικά συγκλονιστικό συναίσθημα να μιλάς και ταυτόχρονα να
συνειδητοποιείς τι ακριβώς λες, ενώ μιλάς και εκστομίζεις την κάθε λέξη
ταυτόχρονα να σκέφτεσαι την σημασία της.

Είναι πραγματικά μεγάλο κρίμα να διδάσκονται τα Αρχαία με τέτοιο φρικτό
τρόπο στο σχολείο ώστε να σε κάνουν να αντιπαθείς κάτι το τόσο όμορφο
και συναρπαστικό.

Η ΣΟΦΙΑ

Στη γλώσσα έχουμε το σημαίνον (την λέξη) και το σημαινόμενο (την
έννοια). Στην Ελληνική γλώσσα αυτά τα δύο έχουν πρωτογενή σχέση, καθώς
αντίθετα με τις άλλες γλώσσες το σημαίνον δεν είναι μια τυχαία σειρά από
γράμματα. Σε μια συνηθισμένη γλώσσα όπως τα Αγγλικά μπορούμε να
συμφωνήσουμε όλοι να λέμε το σύννεφο car και το αυτοκίνητο cloud, και
από την στιγμή που το συμφωνήσουμε να ισχύει. Στα Ελληνικά κάτι τέτοιο
είναι αδύνατον. Γι' αυτό το λόγο πολλοί διαχωρίζουν τα Ελληνικά σαν
«εννοιολογική» γλώσσα από τις υπόλοιπες «σημειολογικές» γλώσσες.

Μάλιστα ο μεγάλος φιλόσοφος και μαθηματικός Βένερ Χάιζενμπεργκ είχε
παρατηρήσει αυτή την σημαντική ιδιότητα για την οποία είχε πει «Η θητεία
μου στην αρχαία Ελληνική γλώσσα υπήρξε η σπουδαιότερη πνευματική μου
άσκηση. Στην γλώσσα αυτή υπάρχει η πληρέστερη αντιστοιχία ανάμεσα στην
λέξη και στο εννοιολογικό της περιεχόμενο».

Όπως μας έλεγε και ο Αντισθένης, «Αρχή σοφίας, η των ονομάτων
επίσκεψις». Για παράδειγμα ο «άρχων» είναι αυτός που έχει δική του γη
(άρ=γή + έχων). Και πραγματικά, ακόμα και στις μέρες μας είναι πολύ
σημαντικό να έχει κανείς δική του γη / δικό του σπίτι. ( ΣημείωσηΒΜ από
το αρ  προέρχονται και αρουραίος καθώς άργυρος, άργιλος κτλ.)

Ο «βοηθός» σημαίνει αυτός που στο κάλεσμα τρέχει. Βοή=φωνή + θέω=τρέχω.
Ο Αστήρ είναι το αστέρι, αλλά η ίδια η λέξη μας λέει ότι κινείται, δεν
μένει ακίνητο στον ουρανό (α + στήρ από το ίστημι που σημαίνει
στέκομαι).

Αυτό που είναι πραγματικά ενδιαφέρον, είναι ότι πολλές φορές η λέξη
περιγράφει ιδιότητες της έννοιας την οποίαν εκφράζει, αλλά με τέτοιο
τρόπο που εντυπωσιάζει και δίνει τροφή για τη σκέψη.

Για παράδειγμα ο «φθόνος» ετυμολογείται από το ρήμα «φθίνω» που σημαίνει
μειώνομαι. Και πραγματικά ο φθόνος σαν συναίσθημα, σιγά-σιγά μας φθίνει
και μας καταστρέφει. Μας «φθίνει» - ελαττώνει ως ανθρώπους - και μας
φθίνει μέχρι και την υγεία μας. Και, βέβαια, όταν αναφερόμαστε σε κάτι
που είναι τόσο πολύ ώστε να μην τελειώνει, πως το λέμε; Μα, φυσικά,
«άφθονο».

Έχουμε τη λέξη «ωραίος» που προέρχεται από την «ώρα». Διότι για να είναι
κάτι ωραίο, πρέπει να έλθει και στην ώρα του. Ωραίο δεν είναι το φρούτο
όταν είναι άγουρο ή σαπισμένο και ωραία γυναίκα δεν είναι κάποια ούτε
στα 70 της άλλα ούτε φυσικά και στα 10 της. Ούτε το καλύτερο φαγητό
είναι ωραίο όταν είμαστε χορτάτοι, επειδή, σε αυτή την περίπτωση, δεν
μπορούμε να το απολαύσουμε.

Ακόμα έχουμε την λέξη «ελευθερία» για την οποία το «Ετυμολογικόν Μέγα»
διατείνεται «παρά το ελεύθειν όπου ερά» = το να πηγαίνει κανείς όπου
αγαπά . Άρα βάσει της ίδιας της λέξης, ελεύθερος είσαι όταν έχεις τη
δυνατότητα να πάς όπου αγαπάς. Πόσο ενδιαφέρουσα ερμηνεία!!!

Το άγαλμα ετυμολογείται από το αγάλλομαι (ευχαριστιέμαι) επειδή όταν
βλέπουμε (σε αρχική φάση οι Θεοί) ένα όμορφο αρχαιοελληνικό άγαλμα η
ψυχή μας ευχαριστείται, αγάλλεται. Και από το θέαμα αυτό επέρχεται η
αγαλλίαση. Αν κάνουμε όμως την ανάλυση της λέξης αυτής θα δούμε ότι
είναι σύνθετη από αγάλλομαι + ίαση(=γιατρειά). Άρα, για να συνοψίσουμε,
όταν βλέπουμε ένα όμορφο άγαλμα (ή οτιδήποτε όμορφο), η ψυχή μας
αγάλλεται και γιατρευόμαστε. Και πραγματικά, γνωρίζουμε όλοι ότι η
ψυχική μας κατάσταση συνδέεται άμεσα με τη σωματική μας υγεία.

Παρένθεση: και μια και το έφερε η «κουβέντα», η Ελληνική γλώσσα μας λέει
και τι είναι άσχημο. Από το στερητικό «α» και την λέξη σχήμα μπορούμε
εύκολα να καταλάβουμε τι. Για σκεφτείτε το λίγο.

Σε αυτό το σημείο, δεν μπορούμε παρά να σταθούμε στην αντίστοιχη
Λατινική λέξη για το άγαλμα (που μόνο Λατινική δεν είναι). Οι Λατίνοι
ονόμασαν το άγαλμα, statua από το Ελληνικό «ίστημι» που ήδη αναφέραμε,
και το ονόμασαν έτσι επειδή στέκει ακίνητο. Προσέξτε την τεράστια
διαφορά σε φιλοσοφία μεταξύ των δύο γλωσσών, αυτό που σημαίνει στα
Ελληνικά κάτι τόσο βαθύ εννοιολογικά, για τους Λατίνους είναι απλά ένα
ακίνητο πράγμα.

Είναι προφανής η σχέση που έχει η γλώσσα με τη σκέψη του ανθρώπου. Όπως
λέει και ο George Orwell στο αθάνατο έργο του «1984», απλή γλώσσα
σημαίνει και απλή σκέψη. Εκεί το καθεστώς προσπαθούσε να περιορίσει την
γλώσσα για να περιορίσει την σκέψη των ανθρώπων, καταργώντας συνεχώς
λέξεις.

«Η γλώσσα και οι κανόνες αυτής αναπτύσσουν την κρίση», έγραφε ο Μιχάι
Εμινέσκου, εθνικός ποιητής των Ρουμάνων.

Μια πολύπλοκη γλώσσα αποτελεί μαρτυρία ενός προηγμένου πνευματικά
πολιτισμού. Το να μπορείς να μιλάς σωστά σημαίνει ότι ήδη είσαι σε θέση
να σκέφτεσαι σωστά, να γεννάς διαρκώς λόγο και όχι να παπαγαλίζεις
λέξεις και φράσεις.

Η ΜΟΥΣΙΚΟΤΗΤΑ

Η Ελληνική φωνή κατά την αρχαιότητα ονομαζόταν «αυδή». Η λέξη αυτή δεν
είναι τυχαία αφού προέρχεται από το ρήμα «άδω» που σημαίνει τραγουδώ.

Όπως γράφει και ο μεγάλος ποιητής και ακαδημαϊκός Νικηφόρος Βρεττάκος:

«Όταν κάποτε φύγω από τούτο το φώς θα ελιχθώ προς τα πάνω, όπως ένα
ποταμάκι που μουρμουρίζει. Κι αν τυχόν κάπου ανάμεσα στους γαλάζιους
διαδρόμους συναντηθώ αγγέλους, θα τους μιλήσω Ελληνικά, επειδή δεν
ξέρουνε γλώσσες. Μιλάνε Μεταξύ τους με μουσική».

Ο γνωστός Γάλλος συγγραφεύς Ζακ Λακαρριέρ επίσης μας περιγράφει την
κάτωθι εμπειρία από το ταξίδι του στην Ελλάδα:«Άκουγα αυτούς τους
ανθρώπους να συζητούν σε μια γλώσσα που ήταν για μένα αρμονική αλλά και
ακατάληπτα μουσική. Αυτό το ταξίδι προς την πατρίδα - μητέρα των εννοιών
μας - μου απεκάλυπτε ένα άγνωστο πρόγονο, που μιλούσε μια γλώσσα τόσο
μακρινή στο παρελθόν, μα οικεία και μόνο από τους ήχους της. Αισθάνθηκα
να τα έχω χαμένα, όπως αν μου είχαν πει ένα βράδυ ότι ο αληθινός μου
πατέρας ή η αληθινή μου μάνα δεν ήσαν αυτοί που με είχαν αναστήσει».

Ο διάσημος Έλληνας και διεθνούς φήμης μουσικός Ιάνης Ξενάκης, είχε
πολλές φορές τονίσει ότι η μουσικότητα της Ελληνικής είναι εφάμιλλη της
συμπαντικής.

Αλλά και ο Γίββων μίλησε για μουσικότατη και γονιμότατη γλώσσα, που
δίνει κορμί στις φιλοσοφικές αφαιρέσεις και ψυχή στα αντικείμενα των
αισθήσεων. Ας μην ξεχνάμε ότι οι Αρχαίοι Έλληνες δεν χρησιμοποιούσαν
ξεχωριστά σύμβολα για νότες, χρησιμοποιούσαν τα ίδια τα γράμματα του
αλφαβήτου.

«Οι τόνοι της Ελληνικής γλώσσας είναι μουσικά σημεία που μαζί με τους
κανόνες προφυλάττουν από την παραφωνία μια γλώσσα κατ' εξοχήν μουσική,
όπως κάνει η αντίστιξη που διδάσκεται στα ωδεία, ή οι διέσεις και
υφέσεις που διορθώνουν τις κακόηχες συγχορδίες», όπως σημειώνει η
φιλόλογος και συγγραφεύς Α. Τζιροπούλου-Ευσταθίου.

Είναι γνωστό εξάλλου πως όταν οι Ρωμαίοι πολίτες πρωτάκουσαν στην Ρώμη
Έλληνες ρήτορες, συνέρρεαν να θαυμάσουν, ακόμη και όσοι δεν γνώριζαν
Ελληνικά, τους ανθρώπους που «ελάλουν ώς αηδόνες».

Δυστυχώς κάπου στην πορεία της Ελληνικής φυλής, η μουσικότητα αυτή (την
οποία οι Ιταλοί κατάφεραν και κράτησαν) χάθηκε, προφανώς στα μαύρα
χρόνια της Τουρκοκρατίας.

Να τονίσουμε εδώ ότι οι άνθρωποι της επαρχίας, τους οποίους συχνά
κοροϊδεύουμε για την προφορά τους, είναι πιο κοντά στην Αρχαιοελληνική
προφορά από ό,τι εμείς οι άνθρωποι της πόλεως.

Η Ελληνική γλώσσα επιβλήθηκε αβίαστα (στους Λατίνους) και χάρη στην
μουσικότητά της.

Όπως γράφει και ο Ρωμαίος Οράτιος «Η Ελληνική φυλή γεννήθηκε ευνοημένη

με μία γλώσσα εύηχη, γεμάτη μουσικότητα».

Σάββατο 7 Απριλίου 2018

Στο σπίλι







Κομίζοντας τον άνεμο
στο σχίσμα του βουνού
ψάχνοντας για απάνεμο
τον ήρεμο τον νου.









Λυκόφως ήτανε θαρρώ, σε μακρυνό λιβάδι
κι ο ήλιος έριχνε απαλά το φωτεινό του χάδι
Εμπρός απλώνονταν σπηλιά και αχανές σκοτάδι
μα εγώ κι ο ίσκιος μου μαζί πορίσαμε ομάδι

Ψηλά υψώνονταν σπηλιά και άλλο τόσο πλάτος
και κάτι με έσπρωχνε να μπω καλώντας με ο πάτος
εκεί που μπλέκει ο νους με το βαθύ σκοτάδι
και ο νους μπορεί να δει μπροστά του και τον Άδη

Η πύλη μία δρασκελιά μα το ταξίδι μέγα
άφηνα πίσω μου το φως, το σπίλι πως με μέθα
Παρόλο που 'τανε ζωή η πλάση που ήταν έξω
μέγα δώρο περίμενε εις στης σπηλιάς το μέσο.

Κι ήρθε αέρας καθαρός, και υγρασία μεγάλη
και όλα τα κρασιά της γης μου φέρανε μια ζάλη.
Και ήταν έξοχα μεθυστική και με περίσσια κάλλη
μου άνοιξε τα χέρια της και τη γλυκιά αγκάλη

Γύρω τα βράχια ζωντανά να με γλυκοκοιτάνε
να έχουνε βρύα και φυτά πάνω τους να κυλάνε
να φτιάχνουν σχέδια τρελά, έρωτα να ζητάνε
και τις πικρές τις σκέψεις μου γρήγορα να χαλάνε

Υγρό γύρο λαμπύριζε κι άπλωνε σαν ασήμι
και ένα φεγγαρόλουσμα μου έφερε στη μνήμη
λες κι είχε απλωθεί στα βράχια μία λίμνη
κι ήρθε και έδωσε ζωή σε όλα το βλαστήμι

Κάτω σαν δρόμος αρχαϊκός πλακόστρωτο στρωμένο
έδειχνε δρόμο μαγικό σαν να 'ταν πεπρωμένο
να ακολουθώ το μάρμαρο που ήταν υγραμένο
για να ευρώ στο κέντρο του αυτό που 'ταν χαμένο

Προχώρησα θαρρώ πολύ σ' αυτό το μονοπάτι
και έφτασα σε ξέφωτο που έμοιαζε μ' απάτη
γιατί ήταν τόσο όμορφο που γέλαγε το μάτι
και νόμιζες ζωγραφιστό πως τό 'χε η Εκάτη

Κύκλος τρανός στο μέσον του εκτείνονταν σε πλάτος
λογής λογής λουλουδικά, στην άκρη ένας βάτος
και φως από την κορυφή το έλουζε φλογάτος
όνειρο μοιάζοντας το παν και μυρωδιές γεμάτος

Χίλια πουλιά πετούσανε 'πο κάτω ως το χείλος
σχέδια φτιάχναν στο κενό, τι περιττός ο ζήλος!
Ποτάμια φτιάχναν με ροή, ολόκληρος ο Νήλος
κι άλλα κυκλογύριζαν ίδιος αρχαίος μύλος

Λες θα μπορούσα κάλλιστα εδώ αν ξεψυχήσω
στον άλλο κόσμο τον γνωστό δεν θέλω να γυρίσω
όλο το είναι και την ζήση μου εδώ να την αφήσω
μάρμαρο θέλω να γινώ και να μην συνεχίσω

Όμως ήταν σαν να με κάλεσε ξανά το μονοπάτι
να συνεχίσω να διαβώ, να βρω αυτό το κάτι
λιγοψυχιά φοβόμενος κάλπασα σαν το άτι
λες και με μαστίγωσε το χέρι από τον Άτη

Τείχος δεινό συνέχιζε γυαλιστερό και εκείνο
ένθεν και ένθεν έστεκε προστάζοντας να μείνω
ανάμεσα στα όρια που είχα απ' τον Πλωτίνο
και με γητειές με έκανε στο τέλος του να τείνω.

Δεν είχα φόβο μέσα μου σ' αυτό το μέγα δρόμο
λες και το χέρι του Πανός είχα απά στον ώμο
αυτοστιγμή καθάριζε κάθε δικό μου τρόμο
για να με φτάσει οριστικώς στον τελικό το δόμο

Σαν έφτασα κοντά στο λαχταράει η καρδιά μου
χίλια φωτάκια φαίνονταν να παίζουνε κοντά μου
πυγολαμπίδες μύριες φωτίζανε το όλον του θαλάμου
και γυάλισαν λες κι είχανε ουσία του μαλάμου

Άλλα ετρέχανε μπροστά κι άλλα σταματημένα
και ζωγραφίζανε κι αυτά της τύχης τα γραμμένα
ήθελαν λες να γράψουνε τι θα συμβεί σε μένα
της τύχης και της Λάχεσης όλα τα εσφαλισμένα.

Δοκίμασα τότε να μπω στη σάλα την μεγάλη
και δεν εξέλειπαν και εκεί τα πλουμιστά τα κάλη
χρυσός ο δόμος κι αργυρός που μού 'ρθε παραζάλη
να μείνω ορθός κατόρθωσα μα με μεγάλη πάλη.






Βλέπω τότες την αίθουσα, ω θησαυρός μεγάλος
περίτεχνη ολόγυρα και με περίσσιο κάλλος
Βωμός στο κέντρο φάνηκε και δεν ήτανε άλλος
από αυτόν που εμετέφερε απ' το Δικταίο ο Τάλος

Μάρμαρο ήταν και χρυσός και σκαλιστός στο πλάι
τον κάλυπτε ένα ύφασμα που 'μοιαζε να φωτάει
και μια ακτίνα του φωτός επάνω να χτυπάει
και κάθε μου αναστολή επάνω εκεί εκάει.

Δεν ξέρω τι ακολούθησε, δεν είδα, δεν θυμάμαι
μα ήταν σαν να πέρασαν δυο χρόνια να κοιμάμαι
Δεν έχω τίποτε να πω καθώς δεν τα θυμάμαι
Μον' τη φωνή που άκουσα, κι εκείνη είπε “πάμε”.
Τότε ξεκίνησα κι εγώ το δρόμο μου για πίσω
στου λιβαδιού τη θαλπωρή αμέσως να γυρίσω
κι ότι κι αν ήτανε αυτό χωρίς να το ρωτήσω
στου νου μου τα κατάβαθα, εκεί να το αφήσω

Βγαίνοντας κάποτες απ' της σπηλιάς την πύλη
ένα παράπονο απόμεινε τρεμάμενο στο χείλι
τι δώρο πήρα εγώ αυτό εδώ το δείλι
πνεύμα κρυμμένο μυστικά, βαθιά μέσα στην ύλη.






Απέναντι ο πύρινος ηλιάτορας με βλέπει
πάνω από την θάλασσα στο βάθος όπως “πρέπει”
και κάπου εκεί απόμεινα με του ουρανού τη σκέπη
να σκέφτομαι λογίζοντας του βίου μου τα έπη.